Η εγκυμοσύνη είναι μια ευαίσθητη περίοδος για οποιαδήποτε γυναίκα. Πόσο μάλλον για μια γυναίκα που πάσχει από διαβήτη. Μπορούν για παράδειγμα τα αντιδιαβητικά φάρμακα να βλάψουν το έμβρυο; Τι λέει η επιστήμη;
Νέα μελέτη δείχνει πως το φάρμακο Ozempic για τη διαχείριση του διαβήτη και την απώλεια βάρους δεν φαίνεται να βλάπτει το αναπτυσσόμενο έμβρυο όταν λαμβάνεται από έγκυες γυναίκες.
Διαβήτης και Εγκυμοσύνη
Οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν αυξημένο κίνδυνο γενετικών ανωμαλιών μεταξύ των νεογνών γυναικών που έπαιρναν φάρμακα για τον έλεγχο του διαβήτη τύπου 2, σε σύγκριση με εκείνες που έπαιρναν ινσουλίνη.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς μελέτης, οι ερευνητές παρατήρησαν μια αύξηση όσων προσπαθούσαν να ελέγξουν τον διαβήτη τους χρησιμοποιώντας φάρμακα, αντί να βασίζονται σε ενέσεις ινσουλίνης.
Συγκεκριμένα, τα φάρμακα της ίδιας κατηγορίας με το Ozempic (σεμαγλουτίδη) -οι αγωνιστές των υποδοχέων του GLP-1- έγιναν πιο δημοφιλή όσο περνούσε ο καιρός.
«Καθώς ο διαβήτης τύπου 2 γίνεται πιο συχνός μεταξύ των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και με την πρόσφατη έγκριση των αγωνιστών των υποδοχέων GLP-1, όπως η σεμαγλουτίδη, για τη θεραπεία της παχυσαρκίας, ο αριθμός των κυήσεων που εκτίθενται στο φάρμακο είναι πιθανό να αυξηθεί. Τα ευρήματά μας παρέχουν μια πρώτη διαβεβαίωση για την ασφάλεια των βρεφών που εκτίθενται προγεννητικά σε αυτά τα φάρμακα», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Carolyn Cesta, επίκουρη καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα στη Σουηδία.
Οι αγωνιστές των υποδοχέων GLP-1 λειτουργούν μιμούμενοι τη λειτουργία του GLP-1, μιας φυσικής ορμόνης που παράγεται από το λεπτό έντερο.
Τόσο η ορμόνη όσο και το φάρμακο επιβραδύνουν την κένωση του στομάχου, αυξάνουν το αίσθημα πληρότητας μετά το φαγητό και ελέγχουν τις ορμόνες που σχετίζονται με τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, όπως η ινσουλίνη και η γλυκαγόνη.
Τι βρήκαν οι επιστήμονες
Η Cesta και οι συνάδελφοί της εξέτασαν περισσότερες από 3,5 εκατομμύρια κυήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Φινλανδία, την Ισλανδία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και το Ισραήλ από το 2009 έως το 2021.
Μεταξύ αυτών των κυήσεων, περίπου το 1,5% αφορούσε γυναίκες που είχαν διαβήτη τύπου 2.
Τρεις μήνες πριν και τρεις μήνες μετά τη σύλληψη, σχεδόν τρεις στις 10 έγκυες γυναίκες με διαβήτη έλαβαν συνταγή για αντιδιαβητικά φάρμακα.
Συνολικά, περίπου το 5,6% των βρεφών που γεννήθηκαν από μητέρες με διαβήτη τύπου 2 είχαν γενετικές ανωμαλίες, σε σύγκριση με το 3,8% των βρεφών του γενικού πληθυσμού, διαπίστωσαν οι ερευνητές.
Εξετάζοντας συγκεκριμένα τα προβλήματα στην καρδιά, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι εμφανίστηκαν στο 2,3% των μωρών με διαβητικές μητέρες τύπου 2 σε σύγκριση με το 1,3% των νεογέννητων του γενικού πληθυσμού.
Ωστόσο, οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης γενετικών ανωμαλιών στα μωρά των οποίων οι μητέρες έπαιρναν φάρμακα για το διαβήτη σε σχέση με εκείνα που έλεγχαν το σάκχαρό τους με ινσουλίνη.
Αυτά τα φάρμακα για τον διαβήτη περιλάμβαναν αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1, σουλφονυλουρίες, αναστολείς DPP-4 και αναστολείς SGLT2.
Η νέα μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Internal Medicine.