Το αδυνάτισμα δεν είναι εύκολο για όλους. Ορισμένοι δυσκολεύονται περισσότερο από άλλους να χάσουν βάρος. Η εξήγηση… σύμφωνα με τους επιστήμονες κρύβεται στον εγκέφαλο των υπέρβαρων ατόμων όπου συντελούνται αλλαγές που τούς δυσκολεύουν να αντιληφθούν πότε έχουν χορτάσει.
Τα ευρήματα της νέας μελέτης προέρχονται από μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλων 1.351 ατόμων, οι οποίες έδειξαν ότι όσοι ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι είχαν μεγαλύτερο υποθάλαμο.
Ο υποθάλαμος αποτελεί μια βασική περιοχή του εγκεφάλου που εμπλέκεται στη ρύθμιση της όρεξης.
Αδυνατισμα και εγκέφαλος
Τα αποτελέσματα των τομογραφιών έδειξαν ότι τα υπέρβαρα άτομα έχουν τρεις μεγαλύτερες περιοχές στον υποθάλαμο που εμπλέκονται στη λήψη σημάτων από το έντερο, προκειμένου το άτομο να αντιληφθεί ότι είναι χορτάτο και πρέπει να σταματήσει να τρώει.
Αυτή η διεύρυνση μπορεί να εμποδίζει τα σήματα να φτάσουν, με αποτέλεσμα η δίαιτα να είναι πραγματικά πιο δύσκολη υπόθεση για τα υπέρβαρα άτομα.
Η επικεφαλής της μελέτης Δρ. Stephanie Brown, από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, είπε: «Αυτή η έρευνα μάς βοηθά να κατανοήσουμε περισσότερα για τις αλλαγές που συμβαίνουν στον εγκέφαλο υπέρβαρων και παχύσαρκων ατόμων. Ο εγκέφαλος και η βιολογία μας μπορεί να δυσκολέψουν την απώλεια βάρους. Αν αυτό που βλέπουμε στα ποντίκια συμβαίνει και στους ανθρώπους, τότε μια διατροφή πλούσια σε λιπαρά θα μπορούσε να προκαλέσει φλεγμονή στο κέντρο ελέγχου της όρεξής μας. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό θα άλλαζε την ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε πότε έχουμε φάει αρκετά και πώς το σώμα μας επεξεργάζεται το σάκχαρο στο αίμα, με αποτέλεσμα να παχαίνουμε».
Η πληθώρα σημάτων που στέλνει το έντερο στον εγκέφαλο και μας λένε πότε πεινάμε και πότε είμαστε χορτάτοι, είναι ιδιοσυγκρασιακά.
Η έλλειψη ύπνου, για παράδειγμα, διαταράσσει αυτό το σύστημα, με αποτέλεσμα να νιώθουμε περισσότερη πείνα από όσο θα έπρεπε.
Τα σήματα της πείνας και του κορεσμού μπορεί επίσης να διαταραχθούν από έναν μεγαλύτερο υποθάλαμο, όπως δείχνουν μελέτες στις οποίες τα ποντίκια με αλλαγές στον υποθάλαμο, έτρωγαν περισσότερη τροφή πριν συνειδητοποιήσουν ότι είχαν χορτάσει.
Εάν αυτό συμβαίνει και στους ανθρώπους, μπορεί να εξηγεί γιατί τα άτομα που συμμετείχαν στη μελέτη και είχαν μεγαλύτερο υποθάλαμο, ήταν πιο πιθανό να είναι υπέρβαρα.
Μελέτες σε ποντίκια έχουν δείξει επίσης ότι το υπερβολικό βάρος προκαλεί διόγκωση του υποθάλαμου. Αυτό συνέβη μετά από μόλις τρεις ημέρες διατροφής με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά.
Αν αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους, θα μπορούσαν να παγιδευτούν σε έναν φαύλο κύκλο, στον οποίο τα υπέρβαρα άτομα καταλήγουν να έχουν μεγαλύτερο υποθάλαμο, που τους οδηγεί στην υπερκατανάλωση τροφής, αλλοιώνοντας ακόμη περισσότερο τον υποθάλαμο, άρα να τρώνε ακόμα περισσότερο.
Τι λένε οι ειδικοί
Χρειάζεται ωστόσο περισσότερη έρευνα για να φανεί αν αυτό ισχύει για τους ανθρώπους.
Οι ερευνητές θέλουν να καταλάβουν εάν οι αλλαγές στον υποθάλαμο των υπέρβαρων ατόμων οφείλονται στο ότι η διατροφή τους ενεργοποιεί χημικές ουσίες του ανοσοποιητικού που στη συνέχεια συσσωρεύονται στο φράγμα που χωρίζει τον εγκέφαλο από το υπόλοιπο σώμα.
Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει συσσώρευση νευρογλοιακών κυττάρων στον εγκέφαλο που απομακρύνουν τα απόβλητα, τα οποία μπορεί στη συνέχεια να βλάψουν τα υγιή κύτταρα, καθιστώντας τον υποθάλαμο λιγότερο ικανό να λαμβάνει τα σήματα πείνας και κορεσμού από τις ορμόνες στο έντερο.
Θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει την ικανότητα επεξεργασίας της ινσουλίνης, της ορμόνης που ελέγχει το σάκχαρο στο αίμα, η οποία μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αύξηση του βάρους.
Η μελέτη εξέτασε άτομα ηλικίας 18 έως 40 ετών, συγκρίνοντας τους εγκεφάλους εκείνων που είχαν υγιές βάρος με όσους ήταν υπέρβαροι με ΔΜΣ πάνω από 25 και παχύσαρκοι με ΔΜΣ πάνω από 30.
Όσο υψηλότερος είναι ο ΔΜΣ κάποιου, τόσο μεγαλύτερος είναι ο υποθάλαμος του.
Φυσιολογικά ο υποθάλαμος, ο οποίος έχει το μέγεθος ενός αμυγδάλου, είναι πολύ δύσκολο να φανεί σε μια μαγνητική τομογραφία, καθώς ο εγκεφαλικός ιστός που περιέχει είναι σχεδόν ίδιος με αυτόν του υπόλοιπου εγκεφάλου, επομένως δεν υπάρχει πολύ φως ή σκιά στην τομογραφία.
Αλλά οι ερευνητές χρησιμοποίησαν έναν αλγόριθμο υψηλής τεχνολογίας που καθιστά πιο ξεκάθαρη την ορατότητα, προσδιορίζοντας διαφορετικούς τύπους κυττάρων.