Μέχρι σήμερα, οι επιστήμονες πίστευαν ότι η φυματίωση μεταδίδεται μέσω του βήχα, του γέλιου ή της ομιλίας, του τραγουδιού ή του φτερνίσματος. Τώρα, έρευνα Ολλανδών επιστημόνων δείχνει πως η προσβολή από τη νόσο μπορεί να είναι πολύ πιο εύκολη από ό,τι νομίζαμε μέχρι σήμερα.
Όπως φάνηκε, τέσσερις στους πέντε ανθρώπους που είναι θετικοί στο φονικό μικρόβιο δεν υποφέρουν από βήχα, που προηγουμένως θεωρούνταν βασικό σύμπτωμα της φυματίωσης.
Φυματίωση: Μεταδίδεται με την αναπνοή
Ωστόσο, ακόμη και εκείνοι που δεν έχουν βήχα μεταφέρουν τη μολυσματική ασθένεια στο σάλιο τους, το οποίο μπορεί να εκτοξευτεί στον αέρα όταν κάποιος μιλάει ή αναπνέει. Άρα κάποιος μπορεί να κολλήσει τη λοίμωξη από την αναπνοή του άλλου.
«Ένας επίμονος βήχας βοηθά συχνά για τη διάγνωση», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης καθηγητής Frank Cobelens, από το τμήμα Παγκόσμιας Υγείας του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. «Αλλά αν το 80% των ατόμων με φυματίωση δεν έχουν βήχα, τότε αυτό σημαίνει ότι η διάγνωση θα αργήσει να γίνει, και ενδεχομένως η λοίμωξη θα έχει ήδη μεταδοθεί».
Πώς έγινε η έρευνα
Η τελευταία έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο The Lancet Infectious Diseases, ανέλυσε στοιχεία για περισσότερους από 600.000 ανθρώπους σε 12 χώρες της Αφρικής και της Ασίας, ορισμένοι από τους οποίους είχαν φυματίωση.
Διαπίστωσαν ότι το 82,8% των ατόμων με τη νόσο δεν είχαν επίμονο βήχα και το 62,5% δεν είχαν καθόλου βήχα. Το ένα τέταρτο όσων δεν έχουν βήχα έχουν υψηλά φορτία επικίνδυνων βακτηρίων στο σάλιο τους και είναι πιθανώς ιδιαίτερα μολυσματικά.
Αυξήθηκαν τα κρούματα της θανατηφόρας νόσου
Τα κρούσματα της νόσου αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 10% πέρυσι, σύμφωνα με τον Οργανισμό Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου – από 4.380 το 2022 σε 4.850 το 2023.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, 7,5 εκατομμύρια άνθρωποι διαγνώστηκαν με φυματίωση το 2022 – ο υψηλότερος αριθμός που έχει καταγραφεί ποτέ. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) δήλωσε ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν διάγνωση ή να λάβουν θεραπεία κατά τη διάρκεια της πανδημίας.