Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι γιατροί ασχολούνταν κυρίως με το απειλητικό, οξύ στάδιο της νόσου. Όσο περνάει ο καιρός, ωστόσο, η έρευνα επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στις παρατεταμένες επιπτώσεις του COVID-19, τον οποίο οι ειδικοί αναφέρουν ως long COVID-19.
Κάποια από τα συμπτωμάτα του long COVID περιλαμβάνουν προβλήματα συγκέντρωσης και μνήμης. Μια νέα μελέτη από τα Πανεπιστήμια του Cambridge και του Exeter στο Ηνωμένο Βασίλειο διερευνά πόσο συχνά είναι τέτοια προβλήματα μεταξύ των ασθενών. Σύμφωνα με τη μελέτη, το 78% των ατόμων που ανέφεραν ότι είχαν συμπτώματα long COVID κατά τη διάρκεια της μελέτης δήλωσαν ότι αντιμετώπισαν δυσκολίες στη συγκέντρωση.
Μια προηγούμενη μελέτη έδειξε ότι το 49,6% των ατόμων με long COVID ανέφεραν ότι δυσκολεύονταν να κάνουν τους επαγγελματίες του ιατρικού τομέα να λάβουν σοβαρά υπόψη τα συμπτώματά τους. Ως προς αυτό, ο Δρ. Muzaffer Kaser, ερευνητής της μελέτης, τόνισε ότι «είμαστε ακόμα στη διαδικασία κατανόησης των κλινικών προτύπων του μακροχρόνιου COVID, επομένως είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν πολλές άγνωστες πτυχές».
Η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Δρ. Lucy G. Cheke εξέφρασε την ανησυχία ότι τώρα που ο εμβολιασμός έχει μειώσει τους βραχυπρόθεσμους θανάτους, η πλήρης άρση των μέτρων, ενδεχομένως να δημιουργήσει προβλήματα για όσους ζουν με long COVID. Πρέπει, λοιπόν, να αποδεχτούμε ότι ακόμα και μακροπρόθεσμα ο ιός προκαλεί μεγάλα προβλήματα.
Προβλήματα συγκέντρωσης και μνήμης
Μεταξύ του Οκτωβρίου του 2020 έως του Μαρτίου του 2021, οι ερευνητές συγκέντρωσαν μια ομάδα ενηλίκων, που ανέφεραν ότι είχαν συμπτώματα long COVID. Αφού ξεχώρισαν εκείνους που δεν ήταν πιθανό να έχουν κολλήσει COVID-19, οι ερευνητές έφτασαν σε μια τελική ομάδα 181 ανθρώπων, που είχαν νοσήσει από COVID-19 και μια ομάδα ελέγχου 185 ατόμων, τα οποία δεν είχαν μόλυνση SARS-CoV-2.
Μεταξύ των συμμετεχόντων που είχαν νοσήσει, υπήρξε σχεδόν ομοιόμορφος διαχωρισμός μεταξύ αυτών που είχαν αναρρώσει πλήρως (42 άτομα), εκείνων που εξακολουθούσαν να έχουν ήπια συμπτώματα (53 άτομα) και εκείνων που συνέχισαν να έχουν σοβαρά συμπτώματα COVID-19 (66 άτομα).
Οι συμμετέχοντες με long COVID ανέφεραν τα παρακάτω γνωστικά προβλήματα:
- Το 78% ανέφερε δυσκολία συγκέντρωσης.
- Το 69% ανέφερε ομίχλη εγκεφάλου.
- Το 67,5% ανέφερε λήθη.
- Το 59,5% ανέφερε δυσκολία στην ανάκληση μιας επιθυμητής λέξης.
- Το 43,7% ανέφερε ότι πληκτρολόγησε ή είπε μια ακούσια λέξη.
Ως μέρος μιας δεύτερης, σχετικής μελέτης, οι ερευνητές ανέφεραν ότι η σοβαρότητα της βλάβης αυξανόταν με τη σοβαρότητα των αναφερόμενων συμπτωμάτων. Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτά τα συμπτώματα δεν είναι μικρές ενοχλήσεις. Αντιθέτως, τα δεδομένα της μελέτης επιβεβαιώνουν μεγαλύτερες επιδημιολογικές μελέτες, που δείχνουν ότι τα γνωστικά συμπτώματα είναι πολύ κοινά στον μακροχρόνιο COVID και προχωρούν περαιτέρω, για να δείξουν ότι αυτά τα συμπτώματα αντικατοπτρίζονται σε αντικειμενικές, μετρήσιμες μειώσεις στη χωρητικότητα μνήμης.
Πρόκειται για σημαντική ανακάλυψη, καθώς οι νοητικές δυσκολίες μειώνουν την ποιότητα ζωής, αλλά και την ικανότητα των ανθρώπων να κάνουν τη δουλειά τους και να φροντίζουν τις οικογένειές τους. Με απλά λόγια, περιορίζουν την λειτουργικότητα του ανθρώπου.
Η μελέτη παραθέτει προηγούμενη έρευνα, στην οποία το 86% των συμμετεχόντων είπε ότι τα γνωστικά προβλήματα τους έκαναν να αισθάνονται ανίκανοι να εργαστούν. Μόνο το 27% των συμμετεχόντων, που δεν είχαν αναρρώσει, δήλωσαν ότι μπορούσαν να εργαστούν τόσες ώρες όσες εργάζονταν πριν νοσήσουν από COVID-19.
Προβλέποντας τα γνωστικά προβλήματα
Το κύριο εύρημα από αυτή την πρώτη ανάλυση είναι ότι η σοβαρότητα της αρχικής ασθένειας είναι ένας σημαντικός προγνωστικός παράγοντας της παρουσίας και της σοβαρότητας των συνεχιζόμενων συμπτωμάτων και ότι ορισμένα συμπτώματα κατά την αρχική ασθένεια –ιδιαίτερα η αδυναμία των άκρων- μπορεί να είναι περισσότερο συχνή σε όσους αντιμετωπίζουν πιο σοβαρά συνεχιζόμενα συμπτώματα.
Επιπλέον, η μελέτη διαπίστωσε ότι τα γνωστικά προβλήματα ήταν πιο πιθανά, όταν οι άνθρωποι εμφάνισαν νευρολογικά/ψυχιατρικά συμπτώματα και κούραση κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης της νόσου και όταν η συνεχιζόμενη ασθένεια περιελάμβανε νευρολογικά, γαστρεντερικά, καρδιοπνευμονικά και συμπτώματα κόπωσης.
Η πιθανότητα μακροχρόνιου COVID
Υπολογίζεται ότι το 10% των ατόμων, που νοσούν από COVID-19, εμφανίζουν long COVID-19 μετά από καιρό, αν και το πραγματικό ποσοστό μπορεί να είναι υψηλότερο. Τι διαχωρίζει αυτό το 10% από το υπόλοιπο 90% παραμένει σε μεγάλο βαθμό ασαφές.
Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του COVID-19 στην υγεία είναι σημαντικές για ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού. Ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί ο long COVID-19 είναι να αποφευχθεί εντελώς η μόλυνση από SARS-CoV-2, καθώς δεν είναι ακόμα γνωστό στους ειδικούς, αν άτομα που νόσησαν αμέσως μετά τον εμβολιασμό κινδυνεύουν, επίσης, από μακροχρόνιο COVID. Παρά την έλλειψη δεδομένων, όμως, οι ειδικοί θεωρούν ότι ο κίνδυνος είναι χαμηλότερος για τους εμβολιασμένους.
Κάτι που, επίσης, δεν είναι γνωστό είναι πόσο χρόνο χρειάζονται οι άνθρωποι για να αναρρώσουν, αν αναρρώνουν πλήρως τα άτομα με διάφορους βαθμούς οξείας ασθένειας ή τι μπορεί να γίνει για να αναρρώσουν πλήρως.
Όσον αφορά την αναζήτηση βοήθειας από γιατρό για μακροχρόνια νευρολογικά συμπτώματα COVID-19, οι ερευνητές προτείνουν, να γνωστοποιείτε ότι αυτό που βιώνετε αντικατοπτρίζει μια αλλαγή από το πώς ήταν η ζωή σας, προτού νοσήσετε από τον COVID-19. Με αυτό τον τρόπο, ο γιατρός θα λάβει σοβάρα τα συμπτώματά σας.
Επιμέλεια κειμένου: Ηλιάνα Θεοδωρίδου